ξεναγοῦ

ξεναγοῦ
ξενᾱγοῦ , ξεναγέω
to be a leader of mercenaries
pres imperat mp 2nd sg (attic)
ξενᾱγοῦ , ξεναγέω
to be a leader of mercenaries
imperf ind mp 2nd sg (attic)
ξενᾱγοῦ , ξεναγός
commander of mercenary troops
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξενία — I Επίθετο που δινόταν στη θεά Αθηνά, ως προστάτιδα των ξένων, και ως θεά που φρόντιζε να τηρούνται οι νόμοι της φιλοξενίας. Η Αθηνά η Ξενία λατρευόταν μόνο στη Σπάρτη. II Μικρός παράλιος οικισμός (39 κάτ., υψόμ. 5), στην επαρχία Σκοπέλου, του… …   Dictionary of Greek

  • περιηγητικός — ή, ό / ός, ή, όν, ΝΜΑ [περιηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε περιήγηση ή περιηγήσεις, τουριστικός («περιηγητικές εντυπώσεις») μσν. αρχ. ο περιγραφικός («βιβλία περιηγητικά» βιβλία που χρησιμεύουν ως οδηγοί στους περιηγητές, σαν να… …   Dictionary of Greek

  • τσιτσερόνε — ο, Ν άκλ. ξεναγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Cicerone, όν. ξεναγού τής Ρώμης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”